- λαβδακίζω
- (Α λαβδακίζω)μεταχειρόζομαι συχνά το Α.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβδα, κατά τα ιωτακίζω, ητακίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαβδακισμός — ο (Α λαβδακισμός) [λαβδακίζω] 1. η συχνή χρήση τού λ 2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά τού φθόγγου Λ, ως υγρού ως γ ή παχέος ως διπλού λλ ή τού φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό … Dictionary of Greek